ὀργίων, τῶν
Ερμηνεία:
[ὄργια, τα, το ὀργιο (ακόλαστη δραστηριότητα με συμμετοχή περισσοτέρων του ενός ερωτικών συντρόφων και των δύο φύλων)
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ὄργια (μυστικές θρησκευτικές τελετές, όπως κατά τη μυστική λατρεία της Δήμητρας, μυστική σεξουαλική λατρεία]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα,… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|